συγκολλητής

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκολλητής Medium diacritics: συγκολλητής Low diacritics: συγκολλητής Capitals: ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synkollētḗs Transliteration B: synkollētēs Transliteration C: sygkollitis Beta Code: sugkollhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).

German (Pape)

[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.

Greek (Liddell-Scott)

συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).