συκομουριά

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

Greek Monolingual

η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α
οπωροφόρο αειθαλές δέντρο της Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. -έα (πρβλ. συκ-έα). Ο τ. συκο-μουριά με συνίζηση].

Greek Monolingual

η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α
οπωροφόρο αειθαλές δέντρο της Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. -έα (πρβλ. συκ-έα). Ο τ. συκο-μουριά με συνίζηση].