συμβίωση
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
Greek Monolingual
η / συμβίωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ, -ώνω]]
το να ζει κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, η κοινή διαμονή στον ίδιο χώρο (α. «η συμβίωση με την οικογένεια αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την αλληλοβοήθεια, την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό
2. (οικ. δίκ.) δέσμη υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία συνδρομή και συναντίληψη τών συζύγων
αρχ.
1. λέσχη, εταιρεία
2. σύζυγος.
Greek Monolingual
η / συμβίωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ, -ώνω]]
το να ζει κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, η κοινή διαμονή στον ίδιο χώρο (α. «η συμβίωση με την οικογένεια αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την αλληλοβοήθεια, την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό
2. (οικ. δίκ.) δέσμη υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία συνδρομή και συναντίληψη τών συζύγων
αρχ.
1. λέσχη, εταιρεία
2. σύζυγος.