συνανασπώ

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
τραβώ προς τα επάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνασπῶ «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»].

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
τραβώ προς τα επάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνασπῶ «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»].