ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
-άω, Α
οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].
-άω, Α
οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].