σύνδορπος

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδορπος Medium diacritics: σύνδορπος Low diacritics: σύνδορπος Capitals: ΣΥΝΔΟΡΠΟΣ
Transliteration A: sýndorpos Transliteration B: syndorpos Transliteration C: syndorpos Beta Code: su/ndorpos

English (LSJ)

ον,

   A = σύνδειπνος, Lyc.135.

German (Pape)

[Seite 1009] = σύνδειπνος, Lycophr. 135.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδορπος: -ον, = σύνδειπνος, Λυκόφρ. 135˙ ἡμετέρῃ σύνδ. ἀπεσκίρτησε τραπέζῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 13, 84.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δόρπον «δείπνο, γεύμα»].

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δόρπον «δείπνο, γεύμα»].