τούρλα
From LSJ
(I)
η, Ν
1. καθετί που έχει στρογγυλό σχήμα με μυτερή κορυφή
2. χαμηλός στρογγυλός λόφος
3. (ως επίρρ.) τουρλωτά
4. φρ. «στην τούρλα του Σαββάτου» — την τελευταία στιγμή, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρούλ(λ)α με μετάθεση του -ρ-].———————— (II)
η, Ν
ζωολ.
το τουρλί.