ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
τρισαΐδιος: ὁ, ἡ, ὁ τρὶς αἰώνιος, τρισαΐδιον φῶς (περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος) Τζέτζ. Ἀλληγ. σ. 16 Boiss.
-ον, Μ
ο πράγματι αΐδιος, ο μόνος αιώνιος («τρισαΐδιον φάος» — η Αγία Τριάδα, Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἀΐδιος «αιώνιος, αδιάκοπος»].