Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φάλτσο

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

και φάλσο, το, Ν
1. η τονική παρέκκλιση από το σωστό τονικό ύψος
2. λάθος, σφάλμα
3. φαλτσαστέκα
4. (στο ποδόσφ.) φαλτσάρισμα
5. στον πληθ. τα φάλτσα
τα δερμάτινα τεμάχια που απομένουν μετά το κόψιμο του πτερνίτη, του τακουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falso «λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος»].