τραγουδιστής
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Greek Monolingual
ο, θηλ. τραγουδίστρια Ν
αυτός που τραγουδά και, κυρίως, αυτός που είναι καλλίφωνος ή είναι επαγγελματίας αοιδός («να μάθει τον τραγουδιστή, ποιος είναι να κατέχει», Β. Κορνάρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγουδώ + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].