τραγουδιστής

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. τραγουδίστρια Ν
αυτός που τραγουδά και, κυρίως, αυτός που είναι καλλίφωνος ή είναι επαγγελματίας αοιδός («να μάθει τον τραγουδιστή, ποιος είναι να κατέχει», Β. Κορνάρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγουδώ + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].