σφαγίς

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγίς Medium diacritics: σφαγίς Low diacritics: σφαγίς Capitals: ΣΦΑΓΙΣ
Transliteration A: sphagís Transliteration B: sphagis Transliteration C: sfagis Beta Code: sfagi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sacrificial knife, E.El.811, 1142, D.H.7.72, Polyaen.3.9.40.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰγίς: -ίδος, ἡ, μάχαιρα θυτική, Εὐριπ. Ἠλέκ. 811, 1142· καθόλου, μάχαιρα, Πολύαιν. 3. 9, 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαγίς· τὸ προκάρδιον».

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 couteau pour les sacrifices;
2 couteau de cuisine.
Étymologie: σφάζω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μαχαίρι που χρησιμοποιείται σε θυσίες
2. (γενικά) μαχαίρι
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφαγίς
τὸ προκάρδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λαβ-ίς)].