τουτεί
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 1132] adv., dor. statt ταύτῃ, Theocr. 5, 103, = ἐκεῖ.
Greek Monolingual
και τουτεί Α
επίρρ. (δωρ. τ.) εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο, ουδ. της αντων. οὗτος + επιρρμ. κατάλ. -εῖ / -εί (πρβλ. παντ-εῖ)].