ὑποσείραιος

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσείραιος Medium diacritics: ὑποσείραιος Low diacritics: υποσείραιος Capitals: ΥΠΟΣΕΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: hyposeíraios Transliteration B: hyposeiraios Transliteration C: yposeiraios Beta Code: u(posei/raios

English (LSJ)

ον,

   A dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσείραιος: -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ σειραῖος ἵππος, ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντί: ὑπὸ σειραίοις).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).
Étymologie: ὑπό, σειρά.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σειραῖος «ο προσδεδεμένος στη σειρά» (< σειρά)].