τιθήνημα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ατος, τό,
A nursling, E.Hyps.Fr.60i 10; ῥόδα τ. ἔαρος Chaerem.13.2.
German (Pape)
[Seite 1113] τό, das Aufgezogene, der Zögling, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 e.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθήνημα: τό, θρέμμα, τέκνον, ἐπὶ εὐανθοῦς ῥόδου, τιθήνημ’ ἔαρος ἐκπρεπέστατον Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Ε.
Greek Monolingual
τὸ, Α τιθηνῶ
Α 1. θρέμμα, τέκνο
2. μτφ. ολάνθιστο ρόδο («τιθήνημ' ἔαρος ἐκπρεπέστατον», Χαιρήμ.).