χρέμω
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
German (Pape)
[Seite 1371] ungebr. Stammform von χρεμέθω, χρεμίζω, χρεμετίζω.
Greek Monolingual
Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) χρεμετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., ο οποίος θεωρείται ως πρωτόθετος τ. της οικογένειας του ρ. χρεμετίζω (βλ. λ. χρεμετίζω)].