χαιράμενος

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(μόνον σε ευχές) χαρούμενοςευτυχισμένος και χαιράμενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. χαίρω σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε –άμενος του τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουν-άμενος, λεγ-άμενος κ.λπ.)].