χαιράμενος
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(μόνον σε ευχές) χαρούμενος («ευτυχισμένος και χαιράμενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. χαίρω σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε –άμενος του τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουν-άμενος, λεγ-άμενος κ.λπ.)].