τολμητός
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E.Hel. 816:—
A ventured, to be ventured, πὰν τόλμᾱτον Sapph.2.17; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα . . τολμητά within the compass of his daring, S.Ph.634, cf. Cratin.324b; ἐλπὶς τ. E. l. c.
German (Pape)
[Seite 1126] adj. verb. von τολμάω, gewagt, erfrecht, zu wagen; Sappho; ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα δὲ τολμητά, Soph. Phil. 630; Eur. Hel. 822.
Greek (Liddell-Scott)
τολμητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, ὃν δύναταί τις νὰ τολμήσῃ, πᾶν τολμᾱτὸν Σαπφὼ 2. 17 (ἀμφίβ.)· ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα τολμητὰ Σοφ. Φιλ. 634· οὕτως, ἐλπὶς τ. Εὐρ. Ἑλ. 816.
French (Bailly abrégé)
ή ou poét. ός, όν :
qu’on peut ou qu’il faut oser.
Étymologie: adj. verb. de τολμάω.