τολμητός

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητός Medium diacritics: τολμητός Low diacritics: τολμητός Capitals: ΤΟΛΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tolmētós Transliteration B: tolmētos Transliteration C: tolmitos Beta Code: tolmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Hel. 816:—

   A ventured, to be ventured, πὰν τόλμᾱτον Sapph.2.17; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα . . τολμητά within the compass of his daring, S.Ph.634, cf. Cratin.324b; ἐλπὶς τ. E. l. c.

German (Pape)

[Seite 1126] adj. verb. von τολμάω, gewagt, erfrecht, zu wagen; Sappho; ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα δὲ τολμητά, Soph. Phil. 630; Eur. Hel. 822.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, ὃν δύναταί τις νὰ τολμήσῃ, πᾶν τολμᾱτὸν Σαπφὼ 2. 17 (ἀμφίβ.)· ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα τολμητὰ Σοφ. Φιλ. 634· οὕτως, ἐλπὶς τ. Εὐρ. Ἑλ. 816.

French (Bailly abrégé)

ή ou poét. ός, όν :
qu’on peut ou qu’il faut oser.
Étymologie: adj. verb. de τολμάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και τολμητός, Α τολμῶ
τολμηρός.