υποκλώ
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
-άω, ΜΑ
μτφ. κάμπτω, λυγίζω λίγο («τὰς ψυχὰς ὑποκλωμένους», Ιώσ.)
αρχ.
1. θραύω, σπάζω από κάτω
2. (στην χειρομαντεία) περιβάλλω, περικλείω με καμπύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλῶ «σπάζω»].