υποκλώ

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
μτφ. κάμπτω, λυγίζω λίγο («τὰς ψυχὰς ὑποκλωμένους», Ιώσ.)
αρχ.
1. θραύω, σπάζω από κάτω
2. (στην χειρομαντεία) περιβάλλω, περικλείω με καμπύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλῶ «σπάζω»].