εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
-ον, Α1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγροκέφαλον(ενν. πάθος) η υδροκεφαλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. λευκο-κέφαλος, ξηρο-κέφαλος.