υγροκέφαλος
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγροκέφαλον
(ενν. πάθος) η υδροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. λευκο-κέφαλος, ξηρο-κέφαλος.