υγροκέφαλος
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγροκέφαλον
(ενν. πάθος) η υδροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. λευκο-κέφαλος, ξηρο-κέφαλος.