χειρομάχα
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ (sc. ἑταιρεία),
A the working-class faction at Miletus, opp. ἡ πλουτίς, Plu.2.298c, cf. Eust.1425.64.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
« qui fait le coup de poing » (litt. « qui combat avec les mains »), nom d’un parti politique de Milet.
Étymologie: χειρομάχος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
συντεχνία τών χειρώνακτων στην Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μάχα, δωρ. τ. του μάχη.