ταχυκάρδιος
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
Full diacritics: τᾰχῠκάρδιος | Medium diacritics: ταχυκάρδιος | Low diacritics: ταχυκάρδιος | Capitals: ΤΑΧΥΚΑΡΔΙΟΣ |
Transliteration A: tachykárdios | Transliteration B: tachykardios | Transliteration C: tachykardios | Beta Code: taxuka/rdios |
ον,
A hasty in spirit, Thd.Is. 35.4.
-ον, Μ
ο ταχύς στο πνεύμα, στην ψυχή, δηλαδή ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ὀξυ-κάρδιος].