τεχνουργία

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνουργία Medium diacritics: τεχνουργία Low diacritics: τεχνουργία Capitals: ΤΕΧΝΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: technourgía Transliteration B: technourgia Transliteration C: technourgia Beta Code: texnourgi/a

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Aristeas 80, Corp.Herm.3.4.

German (Pape)

[Seite 1104] ἡ, künstliche Arbeit (?).

Greek (Liddell-Scott)

τεχνουργία: ἡ, = τῷ προηγ., ἰατρικαῖς τισι τεχνουργίαις Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα (Misc.) σ. 575, 16.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τεχνουργός
τεχνούργημα
νεοελλ.
η κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων.