φυσητής
From LSJ
ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A blower, ὑέλοιο Man. 1.79; bellows-blower, Dsc.5.75.
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, = φυσητήρ, der Bläser, ὑάλοιο Maneth. 1, 79.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσητής: -οῦ, ὁ, = φυσητήρ, ὁ φυσῶν, ὑέλοιο Μανέθων 1. 79.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ φυσῶ
(για πρόσ.) αυτός που φυσάει, που χρησιμοποιεί φύσημα στη δουλειά του (α. «φυσητής του γυαλιού» β. «φυσητὴς ὑέλοιο», Μανν.).