συνθνήσκω

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek (Liddell-Scott)

συνθνήσκω: μέλλ. -θᾰνοῦμαι, ἀποθνήσκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ποῖ δή με δεῦρο τὴν τάλαιναν ἤγαγες; οὐδέν ποτ’ εἰ μὴ ξυνθανουμένην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1139, Χο. 979, Σοφ. Τρ. 720, κτλ.· μετὰ δοτικ., θανόντι συνθανεῖν αὐτόθι 798, Ἀποσπ. 690· ― ἐπὶ πραγμάτων, συνθνήσκουσα δὲ σποδός, ἐκπνέουσα (μετὰ τῶν φλογῶν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 819· ἡ γὰρ εὐσέβεια σ. βροτοῖς, συνοδεύει αὐτοὺς ἔτι καὶ ἐν τῷ θανάτῳ, Σοφ. Φιλ. 1443· ἡ ποίησις οὐχὶ συντέθνηκέ μοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 868.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α θνῄσκω
1. πεθαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. μτφ. (για πράγμ.) τελειώνω, σβήνω μαζί με κάτι άλλο.