ταπεινοποιός
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
German (Pape)
[Seite 1069] demüthigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταπεινοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τινα ταπεινόν, ταπεινώνων, Εὐστ. Πονημ. 209. 89, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-όν, Μ
αυτός που ταπεινώνει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -ποιός].