τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
και τσαντίλα, η, Ν
εκνευρισμός, θυμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. -ίλα (πρβλ. σκασ-ίλα)].