τέλσο
Greek Monolingual
το / τέλσον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. α) το πυγίδιο
β) το άζυγο ακραίο μεταμερές τών καρκινοειδών, του λιμούλου, καθώς και το δωδέκατο κοιλιακό μεταμερές ορισμένων προνυμφών εντόμων και τών πρωτούρων
αρχ.
1. το ακραίο σημείο εδαφικής έκτασης στο οποίο ο γεωργός στρέφει το αλέτρι («τεμεῑ δέ τε τέλσον ἀρούρης», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) τέλος, τέρμα, πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος της γεωργίας αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τελ- του τέλος με παρέκταση -tyo- (πρβλ. άλσος). Σύμφωνα με αυτήν την άποψη και με τη σημ. που αποδόθηκε στη λ. «ακραίο σημείο όπου στρέφεται το αλέτρι», θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε για τη λ. τέλος σε ρίζα kwel- «στρέφω, γυρίζω» (βλ. λ. τέλος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. telson].