φύτευση

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source

Greek Monolingual

η / φύτευσις, -εύσεως, ΝΜΑ φυτεύω
η ενέργεια του φυτεύω, τοποθέτηση φυτού στο έδαφος για να βλαστήσει και να αναπτυχθεί
νεοελλ.
(γεωπ.) η τοποθέτηση στο έδαφος νεαρών φυταρίων που προέρχονται από τα σπορεία ή από τα φυτώρια, ή φυτικών οργάνων που επιτρέπουν τον αγενή πολλαπλασιασμό τών φυτών, όπως είναι οι κόνδυλοι (α. «φύτευση δενδρυλλίων» β. «φύτευση καπνού» γ. «φύτευση πατάτας»)
αρχ.
πλήθος φυτών φυτευμένων σε έναν τόπο, φυτεία.