η / ταλάντευσις, -εύσεως, ΝΜ ταλαντεύωδιαδοχική κίνηση προς αντίθετη φορά, αιώρησηνεοελλ.1. μτφ. δισταγμός, αμφίρροπη στάση2. στον πληθ. οι ταλαντεύσεις(παλαιός όρος) οι ταλαντώσεις.