φιδήσιος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φίδι
2. μτφ. α) λεπτός και ευλύγιστος σαν φίδι («φιδήσιο κορμί»)
β) ελικοειδής («φιδήσιος δρόμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αλογ-ήσιος)].