Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιδήσιος

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φίδι
2. μτφ. α) λεπτός και ευλύγιστος σαν φίδι («φιδήσιο κορμί»)
β) ελικοειδήςφιδήσιος δρόμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αλογήσιος)].