υπόψαμμος
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
-ον, Α
1. ανάμικτος με άμμο
2. (για λίμνη ή θάλασσα) αυτός που έχει αμμώδη ακτή ή πυθμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψάμμος «άμμος»].