τετρακότυλος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

German (Pape)

[Seite 1098] vier Kotylen haltend; κύλιξ, Theophil. com. bei Ath. XI, 472 d; κώθων, Alexis ib. p. 483 e.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τέσσαρας κοτύλας· κύλιξ Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπορεί να χωρέσει τέσσερεις κοτύλες («τετρακότυλος κύλιξ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κότυλος (< κοτύλη «μικρό αγγείο, μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντα-κότυλος.