υπεραισθητός
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
-ή, -ό, Ν
αυτός που βρίσκεται πέρα από τον αισθητό κόσμο, που δεν είναι προσιτός μέσω τών αισθήσεων, αλλά συλλαμβάνεται μόνον με τον νου, με τη σκέψη (α. «υπεραισθητός κόσμος» β. «υπεραισθητές αξίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + αισθητός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ν. Κοτζιά].