χαριτοστόλιστος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
στολισμένος με χάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + στολιστός (< στολίζω), πρβλ. σημαιο-στόλιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].