τροφοδοτώ

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

Ν
1. χορηγώ τρόφιμα, χορηγώ τροφές
2. παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος
3. δίνω, παρέχω κάτι συστηματικά («η κυβέρνηση τροφοδοτεί καθημερινά τον τύπο με προκλητικές ανακοινώσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφοδότης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].