σωμασκώ
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
-έω, Α
1. ασκώ το σώμα μου, γυμνάζομαι
2. φρ. «σωμασκῶ ἐμαυτόν»
i) συνηθίζω στη σκληραγωγία (Διογ. Λαέρ.)
ii) «σωμασκῶ τὸν πόλεμον» — προετοιμάζομαι για πόλεμο (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. της λ. σωμασκία.