σκληραγωγία
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ἡ, hardy training, Λακωνική Ph.2.482, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, harte, strenge Zucht, Erziehung, Sp., wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρᾰγωγία: ἡ, σκληρά, τραχεῖα ἀνατροφή, γύμνασις εἰς τὴν κακοπάθειαν, Λακωνική Φίλων 2. 482, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σκληραγωγῶ
σκληρή και τραχιά αγωγή, εθισμός στις στερήσεις και στις κακουχίες («Λακωνικὴ σκληραγωγία», Φιλ.)
νεοελλ.
ιατρ. ο εθισμός του οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις και στερήσεις με βελτίωση τών μηχανισμών προσαρμογής, με τόνωση της ικανότητας για αντίσταση και με εξουδετέρωση αδυναμιών της ιδιοσυστασίας
μσν.
σωματική καταπόνηση, ταλαιπωρία, βασανισμός («διωγμούς, ἐξορίας καὶ σκληραγωγίας ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ εἰκόνος αἱρετισάμενος», Μηναί.).