χαμός

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

ο, Ν χάνω
1. απώλεια ζωής, θάνατος («ο χαμός της μητέρας της τήν συνέτριψε»)
2. εξαφάνισηπέντε χρόνια μετά τον χαμό του και ακόμα ψάχνει να τόν βρει»)
3. μτφ. α) γενική αναστάτωση, κοσμοχαλασιά («γίνεται χαμός στα καταστήματα την περίοδο των εκπτώσεων»)
β) μεγάλη καταστροφήμετά την έκρηξη της βόμβας έγινε χαμός»)
4. φρ. «πήγαινε στον χαμό» — άι χάσου.