κοσμοχαλασιά
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
Greek Monolingual
και κοσμοχάλαση, η
1. μεγάλη ταραχή και αναστάτωση τών στοιχείων της φύσης, θεομηνία, χαλασμός κόσμου
2. πολύς θόρυβος, μεγάλη φασαρία που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πανδαιμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + χαλασιά / χάλαση (< χαλώ)].