σφύρνα

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος σελάχιων χονδροϊχθύων της οικογένειας σφυρνίδες, γνωστό είδος του οποίου είναι η Sphyrna zygaena, κν. πατερίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί του σφύραινα με αποβολή του -αι-].