συνεφέλκω

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεφέλκω Medium diacritics: συνεφέλκω Low diacritics: συνεφέλκω Capitals: ΣΥΝΕΦΕΛΚΩ
Transliteration A: synephélkō Transliteration B: synephelkō Transliteration C: synefelko Beta Code: sunefe/lkw

English (LSJ)

aor. -είλκῠσα (cf. ἕλκω):—

   A draw after or along with one, Pl.Phd.80e, Ep.335b, Arist. de An.406b21:—Pass., to be drawn on together, Id.Ph.244a11; τῇ τοῦ ὅλου περιφορᾴ Id.Mete.341a2; to be drawn up also, Id.Pr.949a16, Thphr.CP4.13.5:—Med., much like Act., Hp.Mul.1.68, Phld. Mus.p.62 K., Ph.2.61, al., Plu.2.529c, Aret.SD1.13, Eun.VSp.498

Greek (Liddell-Scott)

συνεφέλκω: ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· ― σύρω κατόπιν μου ἢ πλησίον μου ὁμοῦ, Πλάτ. Φαίδων 80Ε, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3, 12. ― Παθ., σύρομαι ὁμοῦ ἢ πλησίον μετά τινος, τινι ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 8, Μετεωρ. 1. 3, 26· ὁμοῦ ἢ ὁμοίως ἐφέλκομαι, ἀνασύρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 27. 11· ― Μέσ., σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., Ἱππ. 617. 43, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, Πλούτ. 2. 5, 9C, κλπ.

French (Bailly abrégé)

f. συνεγέλξω, ao. συνεφείλκυσα;
traîner ou entraîner ensemble;
Moy. συνεφέλκομαι traîner avec ou après soi.
Étymologie: σύν, ἐφέλκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
σύρω κάποιον ή κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέλκω «σύρω, τραβώ»].

Greek Monolingual

ΜΑ
σύρω κάποιον ή κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέλκω «σύρω, τραβώ»].