τηλεφωνώ

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

Greek Monolingual

-έω, Ν
1. συνεννοούμαι με το τηλέφωνο
2. μεταβιβάζω πληροφορία με το τηλέφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνῶ, -έω, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].