τηλεφωνώ
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
Greek Monolingual
-έω, Ν
1. συνεννοούμαι με το τηλέφωνο
2. μεταβιβάζω πληροφορία με το τηλέφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνῶ, -έω, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].