Χαναάν
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (Strong)
of Hebrew origin (כְּנַ֫עַן); Chanaan (i.e. Kenaan), the early name of Palestine: Chanaan.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
(στην ΠΔ) η χώρα στην οποία κατοικούσαν οι απόγονοι του Χαναάν, τέταρτου γιου του Χαμ και εγγονού του Νώε, η οποία τελικώς κατακτήθηκε από τους Εβραίους απογόνους του Αβραάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Χαναάν έχει αποδώσει στην Ελληνική τους τ. της Φοινικικής και της Εβραϊκής Kn'n, Kinahhi και, σύμφωνα με τους Αρχαίους, προήλθε από το ανδρών. Χαναάν ή Χανάανος, όν. του γιου του Χαμ, ενώ απαντά και ένας παρλλ. τ. Χνᾶ, σχηματισμένος αντίστοιχα από το ανδρών. Χνᾶς(βλ. και λ. Φοίνικας)].