φαΐ
Greek Monolingual
το / φαγίον, ΝΜ, και φαγί και φαγεί και φαεί Ν, και φαγεῑον και φαγίν Μ
φαγητό, έδεσμα
νεοελλ.
φρ. α) «άλλο φαΐ τώρα» — ας αλλάξουμε θέμα
β) «πήγε το φαΐ στην ράχη μου» — από στενοχώρια ή ανησυχία δεν ευχαριστήθηκα το φαγητό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγεῖν, απρμφ. αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω». Αρχαιότερος είναι ο τ. φαγεῖον, ενώ στη Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική το ουσ. έλαβε την κατάλ. -ι-ν του ουδ. Ο τ. φαΐ με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ- (πρβλ. σφαγή: σφαή)].