φυζάναι

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυζάναι Medium diacritics: φυζάναι Low diacritics: φυζάναι Capitals: ΦΥΖΑΝΑΙ
Transliteration A: phyzánai Transliteration B: phyzanai Transliteration C: fyzanai Beta Code: fuza/nai

English (LSJ)

(inf. of Φύζημι) · φυγεῖν, δειλιάσαι, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φυγεῖν, δειλιάσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το ουσ. φύζα, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος. Πρόκειται πιθ. για απρμφ. ενός αθέματου ενεστ. σε -μι φυζᾱμι, οπότε θα έπρεπε να γραφεί φυζᾶναι, ή για απρμφ. αορ., οπότε θα πρέπει να διορθωθεί σε φυζᾶσαι].