υγροπαθολογικός
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
φρ. «υγροπαθολογική θεωρία»
ιατρ. θεωρία σύμφωνα με την οποία οι αλλοιώσεις τών υγρών του οργανισμού προκαλούν νοσηρές διαταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + παθολογικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο περιοδικό Ακαδημία].