συννεφιά

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251

Greek Monolingual

η / συννέφεια, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συννέφεια Ν, και συννεφιά ΝΜ συννεφής
επικάλυψη του ουρανού με σύννεφα, συσσώρευση νεφών
νεοελλ.
μτφ. θλίψη, στενοχώρια
(«τα μάτια τζι ξεφέξασι, τη συννεφίαν έδιωξα», Ερωτόκρ.)
μσν.
μτφ. σκοτεινιά («ἵνα φωτίζωνται τῆς αἱρετικῆς φαυλότητος αἱ συννέφειαι», Λέων Β΄).