φρόνος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek (Liddell-Scott)

φρόνος: τό, ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων, δηλ. ὁ ἐφ’ ᾧ μέγα φρονοῦσιν οἱ Ἕλληνες, Διήγ. Ἀχιλ. στ. 1264, ἔκδ. Wr. Παρὰ δὲ Μαυροφρύδῃ, Πολεμ. Τρωαδ. στ. 20 εὕρηται, ὡς φαίνεται, καὶ ὁ πληθυντικὸς ἐν τοῖς: ἀπὸ μεγάλα φρόνα = φρονήματα, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
1. φρόνημα
2. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο είναι περήφανος κάποιος, το καμάρι («ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων», Διηγ. Αχιλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. φρήν, φρενός + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].